πολύπτυχον

πολύπτυχον
πολύπτυχος
of
masc/fem acc sg
πολύπτυχος
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Полиптих — (Πολυπτυχον) в древности и в начале средних веков название книги, составленной из трех или более навощенных дощечек. Ср. Диптих …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Полиптих — (др. греч. πολύπτυχον, polyptychon состоящее из многих складок или дощечек, от πολύς многочисленный и πτυχή складка, дощечка) многозначный термин. Полиптих в античности и в начале средних веков три или более навощённые дощечки, скреплённ …   Википедия

  • λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • πολύπτυχος — η, ο / πολύπτυχος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλές πτυχές 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτυχο (παλαιογρ.) (στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη) μικρές ξύλινες πινακίδες με επίστρωση στις επιφάνειές τους φυτικής ρητίνης ή άλλης ύλης συνενωμένες σε βιβλίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”